- πρωτοπλασματικός
- η , όν протоплазменный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοπλασματικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωτόπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτόπλασμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
πρωτοπλασματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωτόπλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυτταρικό τοίχωμα — Μη πρωτοπλασματικός σχηματισμός που συναντάται στα φυτικά κύτταρα. Η παρουσία του είναι σημαντική, γιατί συντελεί στον καθορισμό του σχήματος των φυτικών κυττάρων και, επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργούνται φυτικοί οργανισμοί με μεγάλο … Dictionary of Greek